- ἀσπάλακα
- ἀσπάλαξblind-ratmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελανοσπαλάκισσα — μελανοσπαλάκισσα, ἡ (Α) ως επίθ. αυτή που έχει το μαύρο σκούρο χρώμα τού ασπάλακα, τού τυφλοπόντικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + σπάλαξ, ακος] … Dictionary of Greek
νευρότριχος — ο ζωολ. γένος αμερικανικού ασπάλακα … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
σκαλοπιά — ἡ, Α [σκάλοψ, οπος] η υπόγεια στοά τού ασπάλακα … Dictionary of Greek
σπαλακοειδής — ές, Ν 1. όμοιος με ασπάλακα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σπαλακοειδή ζωολ. παλαιότερος όρος για την οικογένεια τρωκτικών talpidae στην οποία ανήκει ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + ειδής*] … Dictionary of Greek
σπαλακορύπαινα — ἡ, Α ακαθαρσία που έχει το χρώμα τού ασπάλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + ρυπαίνω] … Dictionary of Greek
σπαλακός — ή, όν, Α [σπάλαξ, ακος] πιθ. αυτός που έχει το χρώμα τού ασπάλακα … Dictionary of Greek
γρυλασπάλακας — Έντομο ορθόπτερο της οικογένειας των γρυλλοταλπιδών, που ζει σε ευρύτατες περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, γνωστό κυρίως ως πατατοφάγος και κολοκυθοκόφτης από τους Έλληνες αγρότες. Το σώμα του φτάνει τα 6 εκ. και έχει καστανό σκούρο … Dictionary of Greek